Ξενόκριτος

Ξενόκριτος
Ξενόκριτος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ξενόκριτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας λυρικός (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν τυφλός εκ γενετής και σύγχρονος του Στησίχορου. Ο Πλούταρχος τον είχε αποκαλέσει «ηγεμόνα… …   Dictionary of Greek

  • Ξενοκρίτω — Ξενόκριτος masc nom/voc/acc dual Ξενόκριτος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενοκρίτου — Ξενόκριτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξενόκριτον — Ξενόκριτος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”